- πρωτείρης
- ὁ, Ασυν. στον πληθ. οἱ πρωτεῑραι(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (στη Σπάρτη) οι εικοσαετείς νεανίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + εἴρην, -ενός «τάξη τών νέων στην αρχαία Σπάρτη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτείραι — πρωτείρᾱͅ , πρωτείρης Spartan youth in his 20th year masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)